- τεταρτοκύκλιο
- Καθένα από τα 4 μέρη στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από δύο κατακόρυφες διαμέτρους του ή καθεμία από τις 4 περιοχές ενός επιπέδου, που χωρίζεται από κάθε δύο κάθετες ευθείες. Όταν οι ευθείες χαρακτηρίζονται ως καρτεσιανές συντεταγμένες, τα τ. ή τεταρτημόρια κατά κανόνα αριθμούνται κατά σειρά αντίθετη προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού αρχίζοντας από εκείνο που σχηματίζεται από τους άξονες x, y με θετικό σημείο. Στην τριγωνομετρία ανάγουμε τους υπολογισμούς των τριγωνομετρικών συναρτήσεων μιας δεδομένης γωνίας στις τριγωνομετρικές τιμές της ίδιας γωνίας που αντιστοιχούν στο 1o τεταρτοκύκλιο.
* * *το, Ν1. μαθημ. καθένα από τα τέσσερα ίσα τόξα στα οποία διαιρούν την περιφέρεια ενός κύκλου δύο κάθετες μεταξύ τους διάμετροί του2. (στην αναλυτική γεωμετρία) το τεταρτημόριο3. γεωμετρικό όργανο, ο τετράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτο + κύκλος + -ιο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. τεταρτοκύκλιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.